# Athenaze Book 2, Revised Edition, Chapter 24A # by Maurice Balme and Gilbert Lawall, ISBN ISBN 0-19-505622-1 # Version 1.0 # Paul Denisowski (paul@denisowski.org) διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην : I teach someone (acc.) something (acc.); I am taught something (acc.) ζάω, ζήσω or ζήσομαι : I live μελετάω : I study, I practice παιδεύω, παιδεύσω, ἐπαίδευσα, πεπαίδευκα, πεπαίδευμαι, ἐπαιδεύθην : I educate φοιτάω : I go; I visit τὸ γράμμα, τοῦ γράμματος : letter (of the alphabet); (pl.) writing ὁ γραμματιστής, τοῦ γραμματιστοῦ : schoolmaster ἡ γυμνασική, τῆς γυμναστικῆς : gymnastics ὁ διδάσκαλος, τοῦ διδασκάλου : teacher ὁ κιθαριστής, τοῦ κιθαριστοῦ : lyre player ἡ μουσική, τῆς μουσικῆς : music ἡ παίδευσις, τῆς παιδεύσεως : education ὁ σοφιστής, τοῦ σοφιστοῦ : wise man, sophist ὁ τεκών, τοῦ τεκόντος : parent ὁ υἱός, τοῦ υἱοῦ : son ἄδικος, ον : unjust αἰσχρός, -ά, -όν : shameful ἄσμενος, -η, -ον : glad(ly) δίκαιος, -α, -ον : just σμικρός, -ά, -όν : small ὅπως : (+ subj.) so that, in order to; (+ fut. indicative) (to see to it) that καθ' ἡμέραν : every day περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι : I consider of great importance περὶ πλείστου ποιοῦμαι : I consider of greatest importance # end