# An Introduction to Greek, Chapter 67 # by Crosby and Schaeffer, Allyn and Bacon, 1928 # Version 1.0 # Paul Denisowski (paul@denisowski.org) ἅπτω, ἅψω, ἧψα, ἧμμαι, ἧφθην : lay hold of, (mid.) touch ἐρωτάω, ἐρωτήσω, ἠρώτησα, ἠρώτηκα, ἠρώτημαι, ἠροτήθην : ask, inquire μέχρι : until, while; up to μηχανάομαι, μηχανήσομαι, ἐηχανησάμην : contrive μηχανή, -ῆς, ἡ : contrivance, device, machine ὁράω, ὄψομαι, εἶδον, ἑώρακα (ἑόρακα), ἑὠραμαι (ὦμμαι), ὤφθην L see ῥέω, ῥυήσομαι, ἐρρύηκα, ἐρρὐην : flow τελευτάω, τελευτήσω, ἐτελεύτησα, τετελεύτηκα, τετλεύτημαι, έτελευτήθην : end, finish, die τιμάω, τιμήσω, ἐτίμησα, τετίμηκα, τετίμημαι, ἐτιμήθην : reward, pay # end