# An Introduction to Greek, Chapter 76 # by Crosby and Schaeffer, Allyn and Bacon, 1928 # Version 1.0 # Paul Denisowski (paul@denisowski.org) ἀθρόος, -α, -ον : together, in a body ἀποστερέω, ἀποστρήσω, ἀποεστέρησα, ἀποεστέρηκα, ἀποεστέρημαι, ἀποεστερήθην : deprive, withhold θόρθβος, -ου, ὁ : noise, din, outcry κἀω (καίω), καύσω, ἔκαυσα, κέκαθκα, κέκαυμαι, ἐκαύθην : burn πολιορκέω, πολιορκήσω, ἐπολιόρκησα, πεπολιόρκηκα, πεπολιόρκημαι, ἑπολιορκήθην : besiege τιμωρέω, τιμωρήσω, ἐτιμώρησα, τετιμώρηκα, τετιμώρημαι, ἐτιμωρήθην : avenge, (mid.) punish # end