# Learn to Read New Testament Greek 3rd Edition, Chapter 17 # by David Allen Black, ISBN 978-080544493-3 # Version 1.0 # Paul Denisowski (paul@denisowski.org) αἷμα, αἷματος, τό : blood θέλημα, θέλήματος, τό : will ὄνομα, ὀνόματος, τό : name πνεῦμα, πνεύματος, τό : Spirit, spirit πῦρ, πῦρός, τό : fire ῥῆμα, ῤήματος, τό : word, saying σπέρμα, σπέρματος, τό : seed, descendent στόμα, στόματος, τό : mouth σῶμα, σώματος, τό : body ὕδωρ, ὕδατος, τό : water φῶς, φωτός, τό : light ἐλπίς ἐλπίδος, ἡ : hope νύξ, νυκτός, ἡ : night σάρξ, σαρκός, ἡ : flesh χάρις χάριτος, ἡ : grace, favor χείρ, χειρός, ἡ : hand αἰών, αἰώνος, ὁ : age εἰς τὸν αἰῶνα : forever εἰς τοὺς αἰώνας : forever ἀνήρ, ἀνδρός, ὁ : man, husband ἄρχων, ἄρχοντος, ὁ : ruler μάρτυς, μάρτυρος, ὁ : witness πατήρ, πατρός, ὁ : father γένος, γένους, τό : race ἔθνος, ἔθνους, τό : nation, Gentile ἔλεος, ἔλέους, τό : mercy ἔτος, ἔτους, τό : year μέρος, μέρους, τό : part πλῆθος, πλήθους, τό : multitude, crowd σκότος, σκότους, τό : darkness τέλος, τέλους, τό : end ἀρχιερεύς, ἀρχιερέως, ὁ : high priest, chief priest βασιλεύς, βασιλέως, ὁ : king γραμματεύς, γραμματέως, ὁ : scribe, teacher of the law ἱερεύς, ἱερέως, ὁ : priest ἀνάστασις, ἀναστάσεως, ἡ : resurrection γνῶσις, γνώσεως, ἡ : knowledge δύναμις, δυνάμεως, ἡ : power θλῖψις, θλίψεως, ἡ : affliction, tribulation κλήσις, κλήσεως, ἡ : calling κρίσις, κρίσεως, ἡ : judgement παράκλησις, παρακλήσεως, ἡ : encouragement, comfort πίστις, πίστεως, ἡ : faith πόλις, πόλεως, ἡ : city γυνή, γυναικός, ἡ : woman, wife θυγάτηρ, θυγατρός, ἡ : daughter μήτηρ, μητρός, ἡ : mother (maternal) # end